ετερόνομος

ετερόνομος
-η, -ο
1. αυτός που υπακούει σε ξένους νόμους, ο μη αυτόνομος
2. αυτός που παρουσιάζει ανώμαλη διάπλαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + νόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετερονομία — η [ετερόνομος] 1. η έλλειψη αυτονομίας 2. η θεωρία κατά την οποία η ηθική βούληση τών ανθρώπων καθορίζεται από εξωγενείς παράγοντες (πολιτεία, θρησκεία, κοινωνία) 3. ανωμαλία στη διάπλαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”